αγιάζω — αγιάζω, άγιασα και αγίασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: αγιάζω, αγιάζομαι : χρησιμοποιείται κυρίως στην ενεργητική φωνή, με ενεργητική και παθητική διάθεση (→ κάνω κάτι άγιο ή γίνομαι άγιος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἁγιάζω — pres subj act 1st sg ἁγιάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιάζω — (Α ἁγιάζω) κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζω νεοελλ. 1. ευλογώ 2. ραντίζω με αγιασμένο νερό 3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος 4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαι αρχ. 1. καθαγιάζω κάτι… … Dictionary of Greek
ἁγιάζῃ — ἁγιάζω pres subj mp 2nd sg ἁγιάζω pres ind mp 2nd sg ἁγιάζω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιάσατε — ἁγιάζω aor imperat act 2nd pl ἁ̱γιάσατε , ἁγιάζω aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἁγιάζω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιάσει — ἁγιάζω aor subj act 3rd sg (epic) ἁγιάζω fut ind mid 2nd sg ἁγιάζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιάσουσι — ἁγιάζω aor subj act 3rd pl (epic) ἁγιάζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁγιάζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιάσουσιν — ἁγιάζω aor subj act 3rd pl (epic) ἁγιάζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁγιάζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιάσῃ — ἁγιάζω aor subj mid 2nd sg ἁγιάζω aor subj act 3rd sg ἁγιάζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγιασμένα — ἁγιάζω perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡγιασμένᾱ , ἁγιάζω perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἡγιασμένᾱ , ἁγιάζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)